- χηνίσιος, -ια, -ιο
- αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα: Δεν της αρέσει το χηνίσιο κρέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.